- τουλουμιάζω
- [тулумьязо] р. лупить, колотить,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τουλουμιάζω — τουλούμιασα, τουλουμιάστηκα, τουλουμιασμένος 1. βάζω κάτι μες στο τουλούμι: Τουλουμιάζω το τυρί. 2. μτφ., δέρνω κάποιον άγρια: Είναι τουλουμιασμένος στο νοσοκομείο. 3. αμτβ., γίνομαι σαν τουλούμι, φουσκώνω, πρήζομαι: Έφαγα πολύ και τουλούμιασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουλουμιάζω — Ν [τουλούμι] 1. τοποθετώ το τυρί μέσα στο τουλούμι 2. δέρνω πάρα πολύ κάποιον 3. φουσκώνω και γίνομαι σαν τουλούμι («τουλούμιασε η κοιλιά μου») … Dictionary of Greek
τουλούμιασμα — το, Ν [τουλουμιάζω] 1. τοποθέτηση τυριού στο τουλούμι 2. ξυλοδαρμός … Dictionary of Greek